Ειδήσεις

28 Μαΐ 2009

Ιστορία ευρωεκλογών - Ευρωεκλογές 1994

Οι ευρωεκλογές της 12ης Ιουνίου 1994 έγιναν χωρίς μαζικές προεκλογικές συγκεντρώσεις, με καθοριστικό τον ρόλο της ιδιωτικής τηλεόρασης.

Οκτώ μήνες μετά τη θριαμβευτική επάνοδο στην εξουσία του Αν. Παπανδρέου, με 46,9% στις βουλευτικές εκλογές της 10ης Οκτωβρίου 1993, οι ευρωεκλογές του 1994 αποτέλεσαν την πρώτη ένδειξη μιας υποβόσκουσας κρίσης του μέχρι τότε κυρίαρχου δικομματισμού.
...
Συνεχίζεται...

Μέχρι τη στιγμή που άνοιξαν οι κάλπες ωστόσο, τίποτα δεν άφηνε να διαφανεί η έκταση της αμφισβήτησης του δικομματισμού, και μάλιστα σε ένα κλίμα σχετικής ευφορίας, με κύριο χαρακτηριστικό την περίοδο χάριτος που είχε εξασφαλίσει η νέα κυβέρνηση του ΠΑΣΟΚ. Τα δύο μεγάλα κόμματα πορεύτηκαν έτσι προς τις ευρωεκλογές με τη βεβαιότητα ότι θα μπορούσαν με μικρές σχετικά απώλειες να επανασυσπειρώσουν την εκλογική τους βάση. Στην κατεύθυνση αυτή συνηγορούσε άλλωστε αφ΄ ενός η αισιοδοξία που γεννά η επάνοδος στην εξουσία (για το ΠΑΣΟΚ) και αφ΄ ετέρου η ελπίδα που δημιουργεί η αλλαγή ηγεσίας (για τη Ν.Δ.), με την ανάδειξη ενός εκπροσώπου της νεώτερης γενιάς, του Μιλτ. Έβερτ, στην προεδρία του κόμματος. Παραγνώρισαν όμως εντυπωσιακά τις ριζικές αλλαγές που είχαν επέλθει στη μορφή του εκλογικού ανταγωνισμού και τις οποίες είχε υποβαθμίσει τον Οκτώβριο του 1993 η παρελθοντολογικού τύπου (και τελευταία όπως αποδείχτηκε) αναμέτρηση Παπανδρέου- Μητσοτάκη.

Όμως, το 1994 μακρινή μόνο σχέση διατηρούσε με την «εφ΄ όλης της ύλης» αναμέτρηση που είχε προκαλέσει προ δεκαετίας ο Ευάγγελος Αβέρωφ. Η Ν.Δ. προερχόταν από μία πρόσφατη και βαριά εκλογική ήττα και επιπλέον είχε να αντιμετωπίσει μια διάσπαση- με τη δημιουργία της Πολιτικής Άνοιξης (ΠΟΛ.ΑΝ) του Αντώνη Σαμαρά- η οποία είχε κατορθώσει να επιβιώσει κοινοβουλευτικά, παρά τη σφοδρή επίθεση που δέχτηκε με κατηγορίες περί «προδοσίας» και «μεγάλων συμφερόντων». Γι΄ αυτό και η Ν.Δ.

δεν μπορούσε να θέσει ως διακύβευμα την ανατροπή του συσχετισμού δυνάμεων. Ούτε όμως και το ΠΑΣΟΚ, χωρίς την αυτοπρόσωπη ενεργό συμμετοχή του Ανδρέα Παπανδρέου (ο οποίος οριακά είχε κατορθώσει να αντεπεξέλθει στις απαιτήσεις της προεκλογικής εκστρατείας του 1993), μπορούσε να διαμορφώσει τους όρους μιας πολωμένης εθνικού τύπου αναμέτρησης.

«Ψυχρές εκλογές»

Οι ευρωεκλογές του 1994 αποτέλεσαν έτσι την πρώτη εμπειρία εκλογών νέου τύπου, χωρίς μαζικές προεκλογικές συγκεντρώσεις, με καθοριστικό τον ρόλο της ιδιωτικής τηλεόρασης, με ψηφοδέλτια απολύτως ευρωπαϊκού χαρακτήρα (επικεφαλής για το ΠΑΣΟΚ ο Δημήτρης Τσάτσος και για τη Ν.Δ. ο Ευθύμιος Χριστοδούλου) και ήπιους τόνους αντιπαράθεσης. Γι΄ αυτό και χαρακτηρίστηκαν «ψυχρές εκλογές» (Π. Τσίμας, «ΤΑ ΝΕΑ», 9.5.1994), σε αντιδιαστολή με το θερμό και φορτισμένο κλίμα της προηγούμενης δεκαπενταετίας.

Το αποτέλεσμα των ευρωεκλογών υπήρξε προέκταση και μεγέθυνση αυτών των ιδιαίτερων χαρακτηριστικών της πρώτης ουσιαστικά «ευρωπαϊκής» αναμέτρησης στην Ελλάδα. Τα δύο μεγάλα κόμματα είδαν τη δύναμή τους να μειώνεται εντυπωσιακά (-9,2% για το ΠΑΣΟΚ και-6,7% για τη Ν.Δ.), τροφοδοτώντας κυρίως την άνοδο των μικρότερων κομμάτων του κοινοβουλευτικού φάσματος (ΠΟΛ.ΑΝ, ΚΚΕ, ΣΥΝ, ΔΗΑΝΑ), αλλά και ευκαιριακά μορφώματα (Β. Λεβέντης, Δ. Κολλάτος, κ.ά.) που εισέπραξαν αθροιστικά περίπου 370.000 ψήφους.

Τα μεγαλύτερα συγκριτικά κέρδη από τα μικρά κόμματα απέσπασε η ΠΟΛ.ΑΝ. που κατέλαβε την τρίτη θέση και ο ΣΥΝ, ο οποίος είχε παραμείνει εκτός Βουλής μετά τις εκλογές του 1993. Η ΠΟΛ.ΑΝ., έστω και στιγμιαία, φάνηκε να μπορεί να αποτελέσει ένα ενδιάμεσο κόμμα ικανό να απορροφήσει διαρροές όχι μόνον από τη Ν.Δ. αλλά ακόμη και από το ΠΑΣΟΚ. Παρά τον εθνικιστικό πολιτικό λόγο που εξέπεμπε και ορισμένα αυξημένα ποσοστά σε παραδοσιακά συντηρητικές περιοχές (Μεσσηνία, Λακωνία, Καστοριά κ.λπ.), η κύρια δυναμική της προερχόταν από ψηφοφόρους νεώτερων ηλικιών (πάνω από 11% στους κάτω των 35 ετών και κάτω από 5% στους άνω των 65 ετών), οι οποίοι όμως αποδείχτηκαν και οι περισσότερο ευμετάβλητοι. Με την ίδια ευκολία με την οποία η ΠΟΛ.ΑΝ. αποτέλεσε την πρώτη επιλογή για τους ψηφοφόρους της τελευταίας στιγμής, δύο χρόνια αργότερα οι ίδιοι την εγκατέλειψαν και την άφησαν εκτός Βουλής με το οριακό ποσοστό 2,94%.

Σαφώς ανθεκτικότερη αποδείχτηκε η επανάκαμψη του ΣΥΝ, μετά την τραυματική εμπειρία που αποτέλεσε η πρώτη αυτόνομη καταγραφή του στις βουλευτικές εκλογές του 1993. Σε αντίθεση με την ΠΟΛ.ΑΝ. ο ΣΥΝ μπόρεσε να προσεγγίσει ένα εκλογικό ακροατήριο με συγκεκριμένα κοινωνικά χαρακτηριστικά (μισθωτοί με ανώτερη μόρφωση και ελεύθεροι επαγγελματίες) το οποίο, ανάλογα με τη συγκυρία, κυμαινόταν μεταξύ ΣΥΝ και ΠΑΣΟΚ.

«Ψήφος ευτελισμού»

Σε γενικές πάντως γραμμές ένα σημαντικό χαρακτηριστικό της διευρυμένης ρευστότητας που αποτυπώθηκε στις ευρωεκλογές ήταν ότι δεν ακολούθησε πιστά τη λογική μιας αυστηρής παραταξιακής διαίρεσης. Έτσι, οι διαρροές της Ν.Δ. μόνον κατά το ήμισυ κατευθύνθηκαν προς τα όμορα κόμματα της ΠΟΛ. ΑΝ και της ΔΗΑΝΑ, ενώ σε αξιοσημείωτο βαθμό τροφοδότησαν και την «ψήφο ευτελισμού». Αντίστοιχη παρατήρηση ισχύει και για τις διαρροές του ΠΑΣΟΚ, οι οποίες επίσης μόνο κατά το ήμισυ κατευθύνθηκαν προς το ΚΚΕ και τον ΣΥΝ. Ας σημειωθεί επίσης ότι καταγράφηκαν αμφίδρομες μετατοπίσεις, έστω και περιορισμένης έκτασης, μεταξύ ΠΑΣΟΚ και Ν.Δ., φαινόμενο πρωτόγνωρο για τα έως τότε δεδομένα. Με την έννοια αυτή οι ευρωεκλογές του 1994 αποτέλεσαν προάγγελο των εκλογικών εξελίξεων και μεταλλάξεων που ακολούθησαν μετά το 1996.

Το όριο του 3% και η αποτυχία της ΔΗΑΝΑ

Η ΜΟΝΗ ουσιαστική αλλαγή που ενσωματώθηκε στον εκλογικό νόμο για τις ευρωεκλογές από τις αρχές της δεκαετίας του ΄90 ήταν η καθιέρωση φραγμού 3% επί των εγκύρων για την εκπροσώπηση ενός κόμματος στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο, όπως ισχύει από το 1990 και για τις βουλευτικές εκλογές. Η ρύθμιση αυτή στην πρώτη εφαρμογή της το 1994, δεν επέτρεψε στη ΔΗΑΝΑ να εκλέξει ως ευρωβουλευτή τον επικεφαλής του ψηφοδελτίου της Κωστή Στεφανόπουλο, παρ΄ όλο που συγκέντρωσε υψηλότερο ποσοστό (2,80%) από αυτό με το οποίο είχαν εκπροσωπηθεί στο παρελθόν το κόμμα Προοδευτικών το 1981, η ΕΠΕΝ το 1984 και ίδια η ΔΗΑΝΑ το 1989. Η αποτυχία αυτή αποδείχτηκε όμως τελικά τυχερή για τον πρόεδρο της ΔΗΑΝΑ. Λίγους μήνες αργότερα εκλέχτηκε, με τις ψήφους του ΠΑΣΟΚ και της ΠΟΛ.ΑΝ., Πρόεδρος της Δημοκρατίας, αξίωμα το οποίο τίμησε επάξια επί 10 χρόνια.
Η παρουσία των Πρασίνων στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο

Η ΠΡΩΤΗ εκλογή ευρωβουλευτών από τον χώρο της Οικολογίας πραγματοποιήθηκε το 1984, με κύρια συνιστώσα τους Γερμανούς Πράσινους, οι οποίοι τον προηγούμενο χρόνο ξεπερνώντας το όριο του 5% είχαν πετύχει την είσοδό τους και στη γερμανική Βουλή. Οι 11 όμως ευρωβουλευτές του 1984 που αναφέρονταν στο οικολογικό κίνημα (7 Γερμανοί, 2 Βέλγοι και 2 Ολλανδοί) δεν κατόρθωσαν, λόγω ιδεολογικών διαφορών, να συγκροτήσουν ενιαία ομάδα και εντάχθηκαν σε μια ευρύτερη και ετερόκλητη συμμαχία που ονομάστηκε Ουράνιο Τόξο. Έτσι, η πρώτη αυτόνομη παρουσία των Οικολόγων στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο ακολούθησε την ιδιαίτερη επιτυχία που κατέγραψαν στις ευρωεκλογές του 1989: συγκεντρώνοντας περίπου το 10% των ψήφων σε ευρωπαϊκό επίπεδο εξέλεξαν 26 ευρωβουλευτές (8 Γερμανούς, 8 Γάλλους, 5 Ιταλούς, 3 Βέλγους και 2 Ολλανδούς) και αναδείχθηκαν τέταρτη δύναμη, αμέσως μετά τα τρία παραδοσιακά ευρωπαϊκά κόμματα (Σοσιαλιστές, Χριστιανοδημοκράτες, Φιλελεύθερους).

Την επιτυχία τους αυτή επανέλαβαν και στις ευρωεκλογές του 1944, διαμορφώνοντας μια σχετικά σταθερή επιρροή, περί το 10%.

Σταδιακά, μάλιστα, η παρουσία τους εξαπλώθηκε σχεδόν σε όλες τις χώρες της Δυτικής Ευρώπης (η Ανατολική Ευρώπη αποτελεί για τους Οικολόγους «μαύρη τρύπα»), αλλά η δύναμή τους σε ορισμένες χώρες εμφανίζει σημαντικές διακυμάνσεις από εκλογή σε εκλογή.

Το πρώτο exit-poll και οι «αναποφάσιστοι»

ΣΤΙΣ ΕΥΡΩΕΚΛΟΓΕΣ του 1994 εγκαινιάστηκαν και στην Ελλάδα, με πρωτοβουλία του Μega, οι «δημοσκοπήσεις έξω από τα εκλογικά τμήματα» (exit-polls). Είχε προηγηθεί μια αντίστοιχη προσπάθεια, πάντα από το Μega, στις παραμονές των βουλευτικών εκλογών του 1993, η οποία όμως ματαιώθηκε με παρέμβαση του υπηρεσιακού υπουργού Εσωτερικών Ιωάννη Γεωργάκη. Η αιτιολογία ήταν ότι «η διενέργεια δημοσκοπήσεων κατά την ημέρα της ψηφοφορίας (...) επηρεάζει την ελεύθερη και ανόθευτη εκδήλωση της λαϊκής θέλησης», όπως ανέφερε μια προγενέστερη εγκύκλιος, που είχε εκδοθεί στις παραμονές των εκλογών του 1990 και την υπέγραφαν οι (τότε) υπηρεσιακοί υπουργοί Προκόπης Παυλόπουλος, Θεόδωρος Κατριβάνος και Κωνσταντίνος Σταμάτης. Το επιχείρημα αυτό δύσκολα όμως μπορούσε να χρησιμοποιηθεί για μια ευρωπαϊκή αναμέτρηση, όταν σε όλες τις υπόλοιπες χώρες της Ένωσης κανείς δεν διανοείτο να απαγορεύσει τη διεξαγωγή exit-polls.

Η επιτυχία που σημείωσε το σχετικό εγχείρημα, από στατιστική αλλά και επικοινωνιακή άποψη, ανέδειξε την κρίσιμη διαφορά μεταξύ προεκλογικών ερευνών που καταγράφουν την «πρόθεση ψήφου»- και επομένως εμπεριέχουν αναγκαστικά μια μερίδα «αναποφάσιστων»και των exit-polls τα οποία προσεγγίζουν την πράξη της ψήφου. Η διαφορά αυτή αποδείχτηκε καθοριστική στη συγκυρία των «ψυχρών» ευρωεκλογών του 1994. Όπως προκύπτει από την εκ των υστέρων ανάλυση των απαντήσεων, το εκλογικό σώμα που ψήφισε στις 12 Ιουνίου μπορούσε να χωριστεί σε δύο σαφώς διακριτά υποσύνολα (βλ. το σχετικό διάγραμμα). Περίπου το 80% ήταν σταθεροποιημένοι ψηφοφόροι με διαμορφωμένη απόφαση ψήφου πολύ πριν αρχίσει η προεκλογική εκστρατεία και οι προτιμήσεις τους αντιστοιχούσαν περίπου σε αυτό που θα μπορούσε να θεωρηθεί ως «φυσιολογικό» αποτέλεσμα, με βάση τις εμπειρίες της δεκαετίας του ΄80 (ΠΑΣΟΚ 42,9%, Ν.Δ. 37,1%, ΚΚΕ 6,0%, ΠΟΛ. ΑΝ 6,0%, ΣΥΝ 4,5%, ΔΗΑΝΑ 1,2% και Λοιπά 2,3%). Το υπόλοιπο όμως 20% του εκλογικού σώματος, με ισχυρή παρουσία στις νεώτερες ηλικίες, (περίπου 1 στους 3), διαμόρφωσε την απόφαση ψήφου στη διάρκεια της προεκλογικής περιόδου (οι μισοί μάλιστα το τελευταίο Σαββατοκύριακο) καταλήγοντας σε απρόσμενες, για τα δεδομένα της εποχής, επιλογές: ΠΑΣΟΚ 15,8%, Ν.Δ. 14,3%, ΠΟΛ. ΑΝ 20,3%, ΚΚΕ 7,4%, ΣΥΝ 13,3%, ΔΗΑΝΑ 8,9%, Λοιπά 20,0%.

Την πρωτόγνωρη αυτή διασπορά ψήφων ήταν πρακτικά αδύνατον να προβλέψουν οι προεκλογικές δημοσκοπήσεις, χωρίς μάλιστα να υπάρχει καμιά αντίστοιχη προηγούμενη εμπειρία. Οι επικεφαλής των κομμάτων

Οι ευρωεκλογές της 12ης Ιουνίου του 1994 αποτέλεσαν την πρώτη εμπειρία εκλογών νέου τύπου, χωρίς μαζικές προεκλογικές συγκεντρώσεις, με καθοριστικό τον ρόλο της ιδιωτικής τηλεόρασης, με ψηφοδέλτια απολύτως ευρωπαϊκού χαρακτήρα και ήπιους τόνους αντιπαράθεσης.

Επικεφαλής του ευρωψηφοδελτίου του ΠΑΣΟΚ ήταν ο καθηγητής Συνταγματικού Δικαίου Δημήτρης Τσάτσος που είχε εκλεγεί βουλευτής με την Ε.Κ.-Ν.Δ. το 1974 και ο οποίος επανεκλέχθηκε το 1999 και συνέβαλε στη διαμόρφωση της συνταγματικής συνθήκης, η επικύρωση της οποίας ακόμα εκκρεμεί.

Επικεφαλής του ευρωψηφοδελτίου της Ν.Δ. ήταν ο οικονομολόγος Ευθύμιος Χριστοδούλου, πρώην ευρωβουλευτής την περίοδο 1984-89, ο οποίος στη συνέχεια είχε διατελέσει διοικητής της Τραπέζης της Ελλάδος και υπουργός Εθνικής Οικονομίας της κυβέρνησης Μητσοτάκη

Η κρίση φέρνει περισσότερους στις κάλπες

Το μεγαλύτερο ποσοστό συμμετοχής σημειώνεται στην Ελλάδα (66%) και στην Ιρλανδία

ΜΕΙΩΝΕΤΑΙ θεαματικά το ποσοστό των Ευρωπαίων που προτίθενται να απόσχουν από την κάλπη των ευρωεκλογών, με το μεγαλύτερο ποσοστό συμμετοχής να σημειώνεται στην Ελλάδα (66%) και στην Ιρλανδία. Αυτό δείχνει δημοσκόπηση που έγινε για λογαριασμό του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και η οποία επίσης καταδεικνύει πως η οικονομική κρίση αποτελεί με συντριπτικά ποσοστά το κυρίαρχο ζήτημα για τους πολίτες της Ένωσης- με τους Έλληνες να έχουν και πάλι την πρωτιά στην ανησυχία και στην απαισιοδοξία. Σύμφωνα με την εταιρεία ΤΝS Οpinion που διεξήγαγε την έρευνα, κατά μέσον όρο το 49% των Ευρωπαίων δηλώνει ότι κατά πάσα πιθανότητα θα ψηφίσει, με το 43% να είναι απολύτως βέβαιο ότι θα προσέλθει στην κάλπη. Αντιστοίχως, 10% δηλώνει ότι δεν πρόκειται να ψηφίσει. Στην προηγούμενη μέτρηση, πριν από έναν μήνα, μόνο το 34% δήλωνε ότι πράγματι θα πήγαινε στην κάλπη.


Στην Ελλάδα, το 66% δηλώνει κατηγορηματικά ότι θα ψηφίσει, ενώ το 8% δηλώνει εξίσου κατηγορηματικά ότι θα απόσχει. Υψηλά ποσοστά συμμετοχής εμφανίζουν επίσης η Ιρλανδία και το Βέλγιο (όπου διεξάγονται ταυτοχρόνως και τοπικές εκλογές). Στην άλλη άκρη, μεγάλα ποσοστά αποχής αναμένονται στη Βρετανία, τη Λετονία, τη Βουλγαρία και την Πολωνία. Ακόμη η έρευνα δείχνει ότι το 90% των Ευρωπαίων πιστεύει πως η τρέχουσα οικονομική κρίση έχει πολύ σοβαρές ή αρκετά σοβαρές συνέπειες για την παγκόσμια οικονομία. Το μεγαλύτερο ποσοστό καταγράφεται στην Ελλάδα και τη Σλοβακία με 98% και το χαμηλότερο στην Πορτογαλία με 80%.


Αντιστοίχως, το 90% των ερωτηθέντων Ευρωπαίων πιστεύει ότι η οικονομική κρίση έχει ήδη σοβαρές συνέπειες για την οικονομία των χωρών τους. Και πάλι, η Ελλάδα έχει την πρωτιά, μαζί με την Εσθονία, με ποσοστό 97%, ενώ το χαμηλότερο ποσοστό σημειώνεται στη Δανία με 77%.

Περισσότερο από το μισό των ερωτηθέντων (58%) δηλώνει πως ήδη νιώθει τις επιπτώσεις της κρίσης στην προσωπική ζωή. Το μεγαλύτερο ποσοστό 88% παρουσιάζεται στην Ελλάδα και στην Ουγγαρία, ενώ το χαμηλότερο στις σκανδιναβικές χώρες.


Ωστόσο, οι Έλληνες είναι και αυτοί που δείχνουν τη μεγαλύτερη εμπιστοσύνη στην Ένωση για να διαχειριστεί την κρίση, με ποσοστό 28%, ενώ πιστεύουν ότι θα ήταν καλύτερα προστατευμένοι εάν τα μέτρα παίρνονταν σε συντονισμό με τις άλλες χώρες-μέλη, με ποσοστό 78% (μόνο η Εσθονία έχει μεγαλύτερο με 83%). Οι πολίτες της Ελλάδας αποδεικνύονται οι πλέον φανατικοί ευρωπαϊστές, υποστηρίζοντας περισσότερο από όλους τον μεγαλύτερο συντονισμό των οικονομικών και χρηματοπιστωτικών δράσεων, την επίβλεψη και παρακολούθηση από την Ένωση των δραστηριοτήτων των περισσότερων διεθνών οικονομικών ομίλων, την επίβλεψη της διάσωσης του κεντρικού χρηματοπιστωτικού οργανισμού από το κράτος και έναν πιο σημαντικό ρόλο της Ένωσης στη ρύθμιση των χρηματοπιστωτικών υπηρεσιών.

Από: http://www.tanea.gr/default.asp?pid=2&ct=1&artid=4519008