Ειδήσεις

11 Μαρ 2009

Βενιζέλος: περί ποινικής ευθύνης υπουργών

Μήνυμα αναγνώστη
......
Πρόσφατη έρευνα του Οικονομικού Πανεπιστημίου δείχνει ότι οι πολίτες ταυτίζουν τους βουλευτές, δηλαδή πρόσωπα που οι ίδιοι αξιολογούν περιοδικά και εκλέγουν ή δεν εκλέγουν, με φαινόμενα διαφθοράς σε ποσοστό 70%.
Ίσως αυτό να εξηγείται από το γεγονός πως τα τελευταία χρόνια υποθέσεις σχετιζόμενες με την ποινική ευθύνη των υπουργών κυριαρχούν σχεδόν συνεχώς στην επικαιρότητα, χωρίς οι πολίτες να πείθονται ότι τα ζητήματα διερευνώνται και οι τυχόν ευθύνες καταλογίζονται.
…….
Συνεχίζεται…

Δεν μπορούμε να μείνουμε αδιάφοροι απέναντι στη στάση αυτή της κοινής γνώμης που λέει πολύ απλά ότι η κρίση πολιτικής αντιπροσώπευσης, δηλαδή η κρίση νομιμοποίησης των δημοκρατικών και κοινοβουλευτικών θεσμών έχει καταστεί κατά βάθος κρίση ηθική. Και μάλιστα τη στιγμή που η οικονομική κρίση απαιτεί πλεόνασμα πολιτικής εμπιστοσύνης προκειμένου να αναληφθούν γενναίες, ριζοσπαστικές και καλά στοχευμένες πρωτοβουλίες που θα σπάσουν το φαύλο κύκλο και θα επιτρέψουν να υπάρξει και να εφαρμοστεί ένα συνολικό σχέδιο διαχείρισης και υπέρβασης της κρίσης.


Ας ξεκινήσουμε λοιπόν από κάπου. Και το σημείο αυτό νομίζω ότι πρέπει να είναι ο θεσμός της ποινικής ευθύνης των υπουργών που οι πολίτες θεωρούν ότι οδηγεί είτε σε ατιμωρησία είτε στον πολιτικό ρεβανσισμό.


Σε όλες τις θεσμικά αναπτυγμένες χώρες και στην Ελλάδα ήδη από την εποχή των επαναστατικών συνταγμάτων και πάντως από τη συγκρότηση του ελληνικού κράτους μέχρι σήμερα, οι κρίσιμες αποφάσεις σχετικά με την ποινική ευθύνη των υπουργών λαμβάνονται, με τον ένα ή τον άλλο τρόπο, από το Κοινοβούλιο. Ιστορικά άλλωστε η ποινική ευθύνη των υπουργών γεννήθηκε ως αντίβαρο προς το ανεύθυνο του μονάρχη και ως πρόπλασμα της πολιτικής και πιο συγκεκριμένα της κοινοβουλευτικής ευθύνης των υπουργών. Η αρμοδιότητα αυτή του Κοινοβουλίου, δηλαδή της εκάστοτε κοινοβουλευτικής πλειοψηφίας, έχει όμως κατά καιρούς λειτουργήσει είτε ως μηχανισμός πολιτικής εξόντωσης στελεχών της αντιπολίτευσης που βρισκόταν προηγουμένως στην εξουσία είτε ως μηχανισμός πολιτικής προστασίας στελεχών της κυβερνητικής πλειοψηφίας. Το πρώτο το ζήσαμε την περίοδο 1989-1994, το δεύτερο την περίοδο 2007-2009. Είναι, από την άλλη, προφανές ότι το ζήτημα της ποινικής ευθύνης των υπουργών δεν μπορεί να αφεθεί στην γενική δικαιοδοσία των κοινών ποινικών δικαστηρίων γιατί αυτό θα είχε ως αποτέλεσμα κάθε κυβερνητική πράξη ή παράλειψη να μετατρέπεται σε αντικείμενο ποινικής διερεύνησης με συνέπεια να καθίσταται πρακτικά αδύνατη η άσκηση οποιασδήποτε κυβερνητικής πολιτικής.

Όλα αυτά συζητηθήκαν διεξοδικά κατά τη διαδικασία αναθεώρησης την περίοδο 1995-2001, με στόχο να διαμορφωθούν λύσεις ευρύτερης αποδοχής, ικανές να συγκεντρώσουν την αναγκαία αναθεωρητική πλειοψηφία των 180 βουλευτών: Το ισχύον σήμερα άρθρο 86 του Συντάγματος ουσιαστικά διπλασιάζει το χρόνο μέσα στο οποίο μπορεί να κινηθεί η σχετική διαδικασία (τώρα το όριο είναι η λήξη της δεύτερης και όχι της πρώτης τακτικής συνόδου της Βουλής που εκλέγεται μετά την τέλεση της πράξης), το Ειδικό Δικαστήριο συγκροτείται με πιο διαφανή τρόπο από μέλη του Αρείου Πάγου και του Συμβουλίου της Επικρατείας, προβλέπεται η φάση της κύριας ανάκρισης που διενεργεί αρεοπαγίτης, η ποινική προδικασία λήγει με την έκδοση βουλεύματος από δικαστικό συμβούλιο, καταργείται ο θεσμός των κατηγόρων βουλευτών που αντικαθίστανται από μέλος της Εισαγγελίας του Αρείου Πάγου, ενώ ρυθμίζεται διαφανέστερα η μεταχείριση των συμμετόχων ώστε να διατηρείται στο μεγαλύτερο δυνατό βαθμό η δικαιοδοσία των κοινών ποινικών δικαστηρίων.

Όλα όμως αυτά αποδείχθηκαν ανεπαρκή και ατελέσφορα για υποθέσεις με μεγάλο χρονικό βάθος όπως αυτή της Siemens ή όταν κατηγορούνται εν ενεργεία υπουργοί ή πρώην υπουργοί που είναι στελέχη του κυβερνώντος κόμματος. Χρειάζονται συνεπώς πιο θαρραλέες και ριζοσπαστικές τομές που διατηρούν τον εγγυητικό ρόλο του Κοινοβουλίου, αλλά αφαιρούν την κρίσιμη απόφαση από την εκάστοτε κυβερνητική πλειοψηφία που δεν μπορεί να ενεργεί υπέρ φίλων και κατά εχθρών και την αναθέτουν σε δικαστικό όργανο όχι όμως τυχαίας συγκρότησης, αλλά υψηλού κύρους και ευρύτατης πολιτικής αποδοχής.


Πρόταση μου είναι η κρίση για την ανάγκη να διενεργηθεί ή όχι προκαταρκτική εξέταση κατά πρώην ή νυν υπουργού και η απόφαση για την άσκηση ποινικής δίωξης να ανατεθεί σε πενταμελές δικαστικό όργανο που συγκροτείται από ανώτατους δικαστικούς λειτουργούς οι οποίοι επιλέγονται από την Ολομέλεια της Βουλής με την αυξημένη πλειοψηφία των δύο τρίτων (200/300). Η προκαταρκτική εξέταση θα διενεργείται από μέλος του οργάνου αυτού, ενώ μετά την άσκηση ποινικής δίωξης προβλέπεται ήδη η διεξαγωγή κύριας ανάκρισης και η έκδοση βουλεύματος για την παραπομπή ή όχι ενώπιον του Ειδικού Δικαστηρίου.


Μια τέτοια θεσμική καινοτομία μπορεί να εισαχθεί στο Σύνταγμα μόνο με αναθεώρηση στο πλαίσιο μιας ριζικής αλλαγής του θεσμού της ποινικής ευθύνης των υπουργών. Αυτό όμως χρονικά τοποθετείται μετά το 2012. Η διαδικασία που προτείνω μπορεί να ενταχθεί αμέσως και έως την αναθεώρηση του Συντάγματος στο επίπεδο του νόμου περί ευθύνης υπουργών και του Κανονισμού της Βουλής. Το δικαστικό αυτό όργανο έως την αναθεώρηση του Συντάγματος θα έχει τυπικά συμβουλευτική και επικουρική, αλλά ουσιαστικά αποφασιστική αρμοδιότητα. Δεν θέλω να εισέλθω τώρα στις δικαστικές και δικονομικές λεπτομέρειες για το πώς μπορεί αυτό να λειτουργήσει στο πλαίσιο του ισχύοντος άρθρου 86, αυτό όμως είναι εύκολο να γίνει.


Το σχήμα άλλωστε αυτό της αυξημένης πλειοψηφίας των δύο τρίτων πρέπει, πιστεύω, να υιοθετηθεί συνολικά ως προς τις σχέσεις της πολιτικής με τη δικαστική εξουσία, αρχής γενομένης από την επιλογή των προέδρων και των αντιπροέδρων των ανωτάτων δικαστηρίων, του Εισαγγελέα του Αρείου Πάγου και των γενικών επιτρόπων της διοικητικής δικαιοσύνης και του Ελεγκτικού Συνεδρίου. Η επιλογή, κατά το Σύνταγμα, ανήκει στην αποκλειστική αρμοδιότητα του Υπουργικού Συμβουλίου. Έχει ήδη προταθεί αυτή να γίνεται μετά από δημόσια ακρόαση των προτεινομένων, ενώπιον της Επιτροπής Θεσμών και Διαφάνειας της Βουλής. Η αναγκαία τομή όμως είναι η επιλογή να γίνεται όχι από το Υπουργικό Συμβούλιο, αλλά από τη Βουλή με αυξημένη πλειοψηφία 2/3 μεταξύ ενός εύλογου αριθμού υποψηφίων που έχουν επαρκή προϋπηρεσία, χωρίς να καταστρατηγείται η επετηρίδα αλλά και χωρίς να ακυρώνεται η δυνατότητα επιλογής των ικανοτέρων.


Μέχρι την αναθεώρηση του Συντάγματος η σχετική διαδικασία μπορεί να εισαχθεί με τροποποίηση του κώδικα κατάστασης δικαστικών λειτουργών και του Κανονισμού της Βουλής ως νομοθετική αυτοδέσμευση του Υπουργικού Συμβουλίου που θα εξακολουθεί να λαμβάνει τυπικά την απόφαση.


Τέτοιες θεσμικές καινοτομίες πιστεύω ότι μπορούν να τονώσουν το αίσθημα εμπιστοσύνης στους θεσμούς και να συμβάλουν στην υπέρβαση της καθολικής και βαθιάς κρίσης που διερχόμαστε ως κοινωνία.-


Πολιτικές Παρεμβάσεις » Άρθρα στον Τύπο » Νέοι θεσμοί ευθύνης

Από: http://papaioannou.wordpress.com/2009/03/10/%ce%b2%ce%b5%ce%bd%ce%b9%ce%b6%ce%ad%ce%bb%ce%bf%cf%82-%cf%80%ce%b5%cf%81%ce%af-%cf%80%ce%bf%ce%b9%ce%bd%ce%b9%ce%ba%ce%ae%cf%82-%ce%b5%cf%85%ce%b8%cf%8d%ce%bd%ce%b7%cf%82-%cf%85%cf%80%ce%bf%cf%85/