Ειδήσεις

30 Μαΐ 2009

Ιστορία ευρωεκλογών - Ευρωεκλογές 2004

Οι ευρωεκλογές του 2004, μόλις τρεις μήνες μετά την επάνοδο της Ν.Δ. στην εξουσία, είχαν κυρίως επιβεβαιωτικό χαρακτήρα ενισχυμένο από το κλίμα ευφορίας εν όψει των Ολυμπιακών Αγώνων αλλά και από μια σπάνια περίοδο χάριτος για τη νέα κυβέρνηση. Αντίθετα για το ΠΑΣΟΚ, οι ευρωεκλογές συνιστούσαν μια επιπλέον ανώφελη δοκιμασία σε ένα κλίμα ηττοπάθειας και διάψευσης των πρόσκαιρων ελπίδων που είχε δημιουργήσει η αλλαγή ηγεσίας.
...
Συνεχίζεται...
Η διαφορετική αυτή θέση των δύο κομμάτων απέναντι στις ευρωεκλογές αποτυπώθηκε και στην προεκλογική τακτική τους. Η Ν.Δ. επέλεξε ήπιους και καθησυχαστικούς τόνους («με γνώμονα τον άνθρωπο»), ενώ επικεφαλής του ψηφοδελτίου τοποθετήθηκε ο Ιωάννης Βαρβιτσιώτης. Αντίθετα, το ΠΑΣΟΚ υιοθέτησε σχετικά αμυντικούς τόνους («να μη δοθεί λευκή επιταγή στη Ν.Δ.») και επιχείρησε να ανανεώσει πλήρως την εκπροσώπησή του στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο (αποκλείοντας ακόμη και τον Δημ. Τσάτσο), μια επιλογή που προκάλεσε αρκετές αντιδράσεις.
Από τα υπόλοιπα κόμματα, το ΚΚΕ ενίσχυσε ακόμη περισσότερο τη ρητορική εναντίον της Ε.Ε., ο ΣΥΝ αποστασιοποιήθηκε προσωρινά από τους συμμάχους του ΣΥΡΙΖΑ και ο ΛΑΟΣ, με προσωποκεντρική εκστρατεία του προέδρου του, προσπάθησε και πέτυχε να εξασφαλίσει την εκπροσώπηση που του είχε στερήσει τον Μάρτιο το έντονα δικομματικό κλίμα των βουλευτικών εκλογών.
Το αποτέλεσμα των ευρωεκλογών δεν έκρυβε πολλές εκπλήξεις ως προς τη δύναμη των κομμάτων. Μια μικρή διαρροή ψήφων από τη Ν.Δ. προς τον ΛΑΟΣ, σε συνδυασμό με τη μειωμένη συμμετοχή, επέτρεψε στον Γ. Καρατζαφέρη να εκλεγεί στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο, πρώτο βήμα για την είσοδο του ΛΑΟΣ στη Βουλή τρία χρόνια αργότερα.
Σημαντικότερα ήταν τα κέρδη του ΚΚΕ, το οποίο κατόρθωσε να εισπράξει σημαντικό μερίδιο από τα υπολείμματα του ΔΗΚΚΙ, αλλά και ορισμένους ψηφοφόρους του ΠΑΣΟΚ με αρνητική τοποθέτηση απέναντι στην Ε.Ε. Σε συνδυασμό με τη μειωμένη συμμετοχή, που δεν φαίνεται να έθιξε το εκλογικό του σώμα, το ΚΚΕ συγκέντρωσε το (τυπικά) υψηλότερο ποσοστό του από το 1993, και κατέγραψε μια ιδιαίτερη επιρροή σε μισθωτούς και ανεξάρτητους εργαζόμενους (11% με 12%).
Σχετικά απογοητευτικό ήταν το αποτέλεσμα για τον ΣΥΝ, ο οποίος διατηρήθηκε στην τέταρτη θέση με μόλις δύο χιλιάδες ψήφους διαφορά από τον ΛΑΟΣ. Το ποσοστό του (4,16%) ήταν σαφώς μειωμένο και ως προς τις ευρωεκλογές του 1999 (5,17%). Και ακόμα περισσότερο ως προς το αντίστοιχο του 1994 (6,25%). Και η διαπίστωση αυτή εξακολουθεί να ισχύει ακόμη και αν στη δύναμη του ΣΥΝ συνυπολογιστούν οι περίπου 46.000 ψήφοι που συγκέντρωσε ο (προερχόμενος από τις γυναικείες οργανώσεις του ΣΥΡΙΖΑ) συνδυασμός Γυναίκες για μια άλλη Ευρώπη.
Τον Ιούνιο του 2004 έκαναν επίσης την πρώτη τους εμφάνιση οι Οικολόγοι Πράσινοι, με επικεφαλής και τότε του ευρωψηφοδελτίου τους τον Μιχάλη Τρεμόπουλο. Το σχετικά πενιχρό αποτέλεσμα (40.873 ψήφοι) δεν εμπόδισε την ανοδική τους τάση στις βουλευτικές εκλογές του 2007 και τη σημερινή δημοσκοπική τους εκτίναξη.
Τέλος, ως προς τα δύο μεγάλα κόμματα, η σημαντική διεύρυνση της διαφοράς σε 9 ποσοστιαίες μονάδες (από 5 στις βουλευτικές εκλογές) οφείλεται κατά κύριο λόγο στη σαφώς εντονότερη αποχή των ψηφοφόρων του ΠΑΣΟΚ (τον Μάρτιο του 2004) σε σύγκριση με τους ψηφοφόρους της Ν.Δ. Σύμφωνα με τους (αναγκαστικά) προσεγγιστικούς υπολογισμούς, η μείωση των έγκυρων ψηφοδελτίων στις ευρωεκλογές κατά 1.300.000 (σε σύγκριση με τις βουλευτικές εκλογές) προήλθε κατά 740.000 από ψηφοφόρους του ΠΑΣΟΚ, κατά 430.000 από ψηφοφόρους της Ν.Δ. και κατά 130.000 από τους ψηφοφόρους των υπόλοιπων κομμάτων. Το κρισιμότερο όμως στοιχείο ως προς την αποχή δεν είναι η κομματική της σύνθεση στην τότε συγκυρία. Αλλά το γεγονός ότι για πρώτη φορά φάνηκε να αποτελεί μια απόλυτα νομιμοποιημένη επιλογή για ένα σημαντικό τμήμα του εκλογικού σώματος. Οι προσεχείς ευρωεκλογές θα δείξουν αν επρόκειτο απλώς για στιγμιαίο φαινόμενο ή για ένδειξη βαθύτερων και μακρόσυρτων διαδικασιών.
Η αποχή κυριότερος κίνδυνος για το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο
Η τριαντάχρονη εμπειρία της άμεσης εκλογής του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου δεν έχει επαληθεύσει τον αρχικό ενθουσιασμό που θεωρούσε ότι η λειτουργία του θα μείωνε το «δημοκρατικό έλλειμμα» στην Ε.Ε. και θα συνεισέφερε στη διαμόρφωση μιας κοινής ευρωπαϊκής συνείδησης. Οι ευρωεκλογές, αντί να προσλάβουν τον χαρακτήρα μιας πραγματικά υπερεθνικής εκλογής, στην οποία όλοι συμμετέχουν ως «πολίτες της Ένωσης», έχουν καταλήξει να αποτελούν απλώς μια (χρονικά) συντονισμένη διεξαγωγή 27 σήμερα εθνικών εκλογών, χωρίς ουσιαστικό θεσμικό διακύβευμα. Η κάθε επιμέρους εθνική εκλογή μετασχηματίζεται έτσι σε μια απλή «δημοσκόπηση εθνικών διαστάσεων» για την κυβέρνηση και τα κόμματα, στην οποία μεγάλο τμήμα του πληθυσμού δεν κατανοεί γιατί θα πρέπει να συμμετέχει.
Άμεση συνέπεια μια συνεχώς αυξανόμενη αποχή από τις ευρωεκλογές, γεγονός που τραυματίζει καίρια τη δημοκρατική νομιμοποίηση των ευρωπαϊκών θεσμών. Μέσα σε διάστημα 25 χρόνων, το μέσο ποσοστό συμμετοχής μειώθηκε από 63% το 1979 σε μόλις 45,7% το 2004. Από τις 27 χώρες της Ε.Ε. μόνο σε 7 το ποσοστό συμμετοχής ξεπέρασε το 50% και αυτό συνέβη κατά κανόνα σε χώρες όπου η ψήφος είναι υποχρεωτική (Βέλγιο, Λουξεμβούργο, Μάλτα) ή οιονεί υποχρεωτική (Ελλάδα, Κύπρος) ή διατηρείται ακόμη ισχυρή η παλαιότερη παράδοση υποχρεωτικής ψηφοφορίας, σε συνδυασμό με τη διεξαγωγή της ψηφοφορίας σε δύο ημέρες (Ιταλία). Από τις υπόλοιπες χώρες, μόνο στην Ιρλανδία το ποσοστό συμμετοχής ξεπέρασε στις τελευταίες ευρωεκλογές το 50%, γεγονός όμως που εξηγείται από την ταυτόχρονη διεξαγωγή τοπικών εκλογών, αλλά και ενός κρίσιμου δημοψηφίσματος για τις προϋποθέσεις απόκτησης της ιρλανδικής υπηκοότητας.
Ο συνδυασμός των ευρωεκλογών με κάποιου άλλου τύπου εκλογική αναμέτρηση χρησιμοποιείται άλλωστε σε αρκετές περιπτώσεις ως έμμεσος τρόπος για να περιοριστεί η έκταση της αποχής, χωρίς όμως να έχει πάντα εντυπωσιακά αποτελέσματα (όπως π.χ. στη Γερμανία ή τη Μεγ. Βρετανία το 2004).



Περισσότερα: http://www.tanea.gr/default.asp?pid=2&ct=1&artid=4519346