Μια βιβλιοκριτική από καρδιάς... Όλα ξεκίνησαν ένα συννεφιασμένο φθινοπωρινό πρωινό όταν την ώρα του πολιτιστικού ρεπορτάζ ερωτηθήκαμε για το αν ξέρουμε κάποιον εκπρόσωπο της λογοτεχνικής γενιάς του 30’. Νεκρική σιγή απλώθηκε μονομιάς στην αίθουσα, ξέρεις τώρα δεν είναι και το πιο ευχάριστο πράγμα στον κόσμο να πρέπει αξημέρωτα να αραδιάσεις μερικά ονόματα συγγραφέων, ειδικά όταν το προηγούμενο βράδυ είχες ξενυχτήσει στα μπουζούκια. Άρχισα να κοιτάω τον Αντώνη μήπως μας κατέβει καμία ιδέα, μετά τον Πέτρο, μετά το ταβάνι, μάταια όμως.
Τώρα θα μου πεις τι κάθομαι και σου γράφω… Μπορεί και να έχεις δίκιο πάντως, τη στιγμή εκείνη ένιωσα ότι κάπου την έχω ξαναζήσει.
Ναι, την είχα ξαναζήσει τότε στο Πέμπτο Εξαρχείων, τελευταίο θρανίο, μες τη λούφα και την καλοπέραση, μεγαλεία, ένα τσιγάρο στα κλεφτά πριν μπούμε στο μάθημα και μετά κοπάνα μέχρι το μεσημέρι στο Λυκαβηττό για μπάλα ή στην πλατεία για καφέ με τα κορίτσια.
Έπειτα ήρθε και τ’ άλλο, πήραμε μια εργασία, να διαβάσουμε ένα βιβλίο και να γράψουμε ένα γράμμα σ’ έναν φίλο γι’ αυτό. Ωχ! σκέφτηκα, πάλι θεωρία, τίποτα Βελτσικοί λαβύρινθοι θα ‘ναι πάλι και εγώ να προσπαθώ να ξετυλίξω το μίτο που θα με βγάλει στην πολυπόθητη έξοδο.
Σάββατο πρωί λοιπόν ξεκινάω αγουροξυπνημένος για το βιβλιοπωλείο της Εστίας. Βαριέμαι! Μπαίνω μέσα κακόκεφος και μουρτζούφλης, βγάζω τον κατάλογο των βιβλίων απ’ την τσέπη μου και τον περιεργάζομαι , τουλάχιστον είχα να κάνω με πεζογραφία και όχι με φιλοσοφικούς λαβύρινθους. Ευτυχώς! Κατεβαίνω στο υπόγειο και εντοπίζω την λεία μου. “Λεωνής» του Γεωργίου Θεοτοκά. Κατεβάζω το βιβλίο από το ράφι και διαβάζω την τελευταία σελίδα: « Εξομολογητικό μυθιστόρημα όπου τα προσωπικά βιώματα του συγγραφέα μετατρέπονται σε καθολική θεώρηση μιας εποχής». Μικρό καθώς ήταν μου κίνησε την περιέργεια και η φωτογραφία του παιδιού στο εξώφυλλο μου θύμιζε λίγο τον παππού μου πιτσιρικά.
Θα σου φανεί παράξενό αλλά κάτι με ώθησε να το πάρω. Ξέρεις… με έλκουν κυρίως τα ιστορικά βιβλία αλλά κάτι περίεργο με τράβηξε να το διαβάσω.
Πήγα λοιπόν στο παλιό το στέκι, κάτω από το σχολείο, που κάθε Κυριακή το μετατρέπω σε αναγνωστήριο για να διαβάσω τις Κυριακάτικες εφημερίδες. Εκεί, με τη συνοδεία του ζεστού καφέ άρχισα να ταξιδεύω στην Κωνσταντινούπολη τα χρόνια του Πρώτου Παγκόσμιου, μέσα από τα μάτια του μικρού Λεωνή.
Αν μια εικόνα μετράει για χίλιες λέξεις, τότε οι χίλιες λέξεις είναι περιττές είχε γράψει ο Πρετεντέρης στο «Βήμα» (27/05/02). Τώρα ξέρω ότι κάνει λάθος.
Διαβάζοντας το Λεωνή ένιωσα ότι είμαι εκεί, είμαι στην Πόλη, βλέπω το Βόσπορο, παίζω στο Δημοτικό Κήπο του ταξιμιού, βλέπω την πόλη να αλλάζει χέρια, βλέπω τις παρελάσεις όλων των κατά καιρούς αρχόντων της Πόλης, παίζω, τρέχω, ανακατεύομαι με τους ήρωες και συμπάσχω…
Στο μεταξύ η ώρα περνούσε καθώς οι σελίδες άλλαζαν και ο Λεωνής μεγάλωνε, άνοιγε και το δικό μου άλμπουμ των αναμνήσεων από την παιδική και εφηβική μου ηλικία. Τα παιχνίδια, οι προβληματισμοί, οι τσακωμοί, οι παρέες, ο παππούς, οι καθηγητές, τα πρώτα ερωτικά σκιρτήματα, οι πρόσκοποι, η κρίση της εφηβείας, σαν να τα έζησα και ‘γω και τα έζησα ή μάλλον τα ζήσαμε και εμείς, μπορεί να μας χωρίζουν πολλές δεκαετίες από τότε που γράφτηκε ο Λεωνής αλλά μου φάνηκε ότι ο Θεοτοκάς περιγράφει ένα κομμάτι της ζωής μας.
Μ’ έπιασε νοσταλγία, σηκώθηκα πλήρωσα βιαστικά και έφυγα, πήγα στα βράχια μας στο Λυκαβηττό, εκεί που παίζαμε πιτσιρικάδες, εκεί που αργότερα πηγαίναμε τα κορίτσια… Συνέχισα να διαβάζω ενώ καθόμουν στα βράχια και κοίταζα τη συννεφιασμένη Αθήνα. Ακόμα και οι χαρακτήρες έμοιαζαν με την παρέα καταπληκτικά. Ο Μπούκος, αθεράπευτος γυναικάς και τρανός γόης με τον Δήμη. Ο Αλέκος, πάντα δυνατός και θαρραλέος με τον Παύλο Πρώιο. Η Νάντια με την Ελένη Φωκά.
Δεν ήταν όμως μόνο τα πρόσωπα, αισθάνθηκα ότι γύρισα το χρόνο πίσω, ότι ξαναζούσα την εποχή εκείνη την ξέγνοιαστη, τι κι αν οι εποχές έχουν αλλάξει η ψυχολογία και ο τρόπος σκέψης των παιδιών και των εφήβων μάλλον μένει ίδιος.
Αυτά συλλογιζόμουν καθώς τέλειωνε το βιβλίο και ο Λεωνής ξεκίναγε για μια καινούργια ζωή στην Αθήνα. Σε λίγο στάλες βροχής άρχισαν να πέφτουν στις κίτρινες σελίδες του…
Το έκλεισα, κοίταξα μια τελευταία φόρα τη τσιμεντένια πολιτεία και έφυγα και εγώ για αλλού...
Μιχάλης Α.
Αν υπάρχει "Συνεχίζεται..." πατήστε εδώ για να διαβάσετε περισσότερα...