Ας δούμε τρία σενάρια, τα οποία δεν επιδιώκουν να καλύψουν όλη την γκάμα των δυνατών περιπτώσεων, αλλά επικεντρώνονται σε ορισμένες χαρακτηριστικές εκδοχές, καλύπτοντας έτσι ενδεχόμενες απορίες και για ένα πλήθος άλλων εναλλακτικών εκδοχών.
…….
Συνεχίζεται…
1ο σενάριο: Ακολουθεί σε γενικές γραμμές τις αποτυπώσεις των δημοσκοπήσεων του τελευταίου διαστήματος και δέχεται πάνω - κάτω τις προβολές εκλογικής επιρροής που διάφορες εταιρείες δημοσκοπήσεων έχουν δημοσιεύσει. Το σενάριο χαρακτηρίζεται από τη σημαντική διαρροή ψήφων των δύο μεγαλύτερων κομμάτων προς τα μικρότερα, αλλά και από την αξιόλογη μετακίνηση ψηφοφόρων της Ν.Δ. προς το ΠΑΣΟΚ. Η Ν.Δ. βρίσκεται έτσι στο «ναδίρ» (για βουλευτικές εκλογές) του 34%, αλλά και το ΠΑΣΟΚ δεν ξεπερνά το ποσοστό που συγκέντρωσε στις τελευταίες εκλογές (38%), ενώ προκύπτει Βουλή 6 κομμάτων.
Στις συνθήκες αυτές δεν υπάρχει αυτοδυναμία ούτε με τον εκλογικό νόμο Παυλόπουλου (ο οποίος, προβλέποντας μπόνους 50 αντί 40 εδρών, αναμένεται να αποδίδει συνήθως 6 έδρες παραπάνω στο πρώτο κόμμα σε σχέση με τον νόμο Σκανδαλίδη).
Στη περίπτωση αυτή επομένως θα πρέπει να σχηματιστεί κυβέρνηση συνεργασίας, η οποία πάντως -για να σχολιαστούν ενδεικτικά τα θεωρητικά πιθανότερα σχήματα- θα μπορούσε να προκύψει όχι μόνον από το σχήμα ΠΑΣΟΚ-ΣΥΡΙΖΑ, αλλά και από τον συνδυασμό ΠΑΣΟΚ-Οικολόγων.
2ο σενάριο: Βρίσκεται κοντύτερα σε ένα σχετικά πιο «πολωτικό» περιβάλλον, στο οποίο θεωρείται ότι η Ν.Δ. ξεπερνά σε κάποιο βαθμό τα προβλήματα συσπείρωσης που αντιμετωπίζει, περιορίζοντας και τις διαρροές της προς το ΠΑΣΟΚ.
Θεωρείται παράλληλα ότι περιορίζεται κάπως και η διαρροή ψήφων από τα δύο κύρια κόμματα προς τα μικρότερα, με αποτέλεσμα να ενισχύεται ο δείκτης δικομματισμού κατά 4 μονάδες, ενώ επανερχόμαστε σε Βουλή 5 κομμάτων.
Στις συνθήκες αυτές θα μπορούσε να υπάρξει συνεργασία ΠΑΣΟΚ-ΣΥΡΙΖΑ, είτε επανάληψη των εκλογών με τον νόμο Παυλόπουλου, σύμφωνα με τον οποίο πάντως το ΠΑΣΟΚ θα έπρεπε να ενισχυθεί ακόμα περισσότερο (πάνω από 39%) για να μην απομείνει με την οριακή συγκομιδή των 152 εδρών.
Σημειώνεται ότι στις συνθήκες του συγκεκριμένου σεναρίου θα απέδιδε τις ίδιες έδρες (152) και ο παλιός εκλογικός νόμους (Κούβελα) του 1990, σε αντίθεση με το προηγούμενο σενάριο στο οποίο θα είχε αποδώσει 156 έδρες.
Το οξύμωρο αυτό, να κερδίζει περισσότερες έδρες το πρώτο κόμμα με μικρότερο ποσοστό, οφείλεται στη διαφορετική λειτουργία του προηγούμενου νόμου ο οποίος επηρεαζόταν σημαντικά όχι μόνον από το εκλογικό ποσοστό του πρώτου κόμματος (όπως συμβαίνει με τις δύο εκδοχές του τρέχοντος νόμου), αλλά και από τη διαφορά ανάμεσα στα δύο πρώτα κόμματα. Το συγκεκριμένο οξύμωρο μάλιστα γίνεται ακόμα πιο χαρακτηριστικό στο επόμενο σενάριο όπου το πρώτο κόμμα με ακόμα μεγαλύτερο ποσοστό (40%) θα κινδύνευε να βρεθεί χωρίς αυτοδυναμία.
*3ο σενάριο: Θεωρείται ακόμα πιο «πολωτικό», όπου τα δύο μεγάλα κόμματα σχεδόν επανέρχονται αθροιστικά στο ποσοστό που συγκέντρωσαν στις εκλογές του 2007 (79%) με οριακή μεταξύ τους διαφορά μιας μονάδας.
Στις συνθήκες αυτές επομένως μπορεί να θεωρηθεί ότι «όλα παίζουν» ως προς το κόμμα που προηγείται, αλλά και ως προς τη διάταξη των κομμάτων που ακολουθούν, γι' αυτό και αποφεύγεται εδώ η συγκεκριμένη ονοματολογία, ενώ θεωρείται παράλληλα ότι το 5ο κόμμα βρίσκεται οριακά ακριβώς στο 3%.
Έτσι, διανοίγονται στην πράξη δύο διαφορετικά ενδεχόμενα: Αν η Βουλή είναι πεντακομματική, βρισκόμαστε μόνο κοντά στο όριο της αυτοδυναμίας με τον νόμο Σκανδαλίδη (148 έδρες πρώτου κόμματος), ενώ ο νόμος Παυλόπουλου αποδίδει πλέον 154 έδρες.
Από την άλλη, αν η Βουλή είναι τετρακομματική (υποθέτοντας, για παράδειγμα, ότι το 5ο κόμμα συγκέντρωσε 2,9%), οι δύο εκδοχές του τρέχοντος εκλογικού πλαισίου θα απέδιδαν αντίστοιχα στο πρώτο κόμμα 151 και 157 έδρες (τρεις επιπλέον σε σχέση με την πεντακομματική Βουλή).
Συμπέρασμα: Με βάση τις τρέχουσες αποτυπώσεις των δημοσκοπήσεων -και επομένως αν υποθέσει κανείς τη διεξαγωγή εκλογών σε βραχυπρόθεσμο ορίζοντα- σε κανονικές συνθήκες δεν είναι ρεαλιστικό να θεωρηθεί ότι το πρώτο σε εκλογική δύναμη κόμμα μπορεί να εξασφαλίσει κοινοβουλευτική αυτοδυναμία.
Για την επίτευξη αυτή με βεβαιότητα, αλλά και κάποια άνεση (ας πούμε 154 έδρες και πάνω) θα χρειαστεί επανάληψη των εκλογών και η εφαρμογή του νέου εκλογικού νόμου (Παυλόπουλου), με την προϋπόθεση βέβαια ότι το πρώτο κόμμα θα εξασφαλίσει τουλάχιστον το 40% των ψήφων.
Η εικόνα αυτή μάλιστα δεν αλλάζει ακόμα και αν -εκτάκτως- επανέλθει ο θεωρούμενος ως «σίγουρος» παλιός εκλογικός νόμος που εφαρμόστηκε σε όλες τις εκλογές της περιόδου 1993-2004 (παρά μόνο με την προϋπόθεση, όπως είδαμε, της σημαντικής διαφοράς του πρώτου από το δεύτερο κόμμα). Το ζήτημα επομένως που κυρίως προκύπτει και θα έπρεπε να απασχολεί του κύριους «παίκτες» στο πολιτικό μας σύστημα, εφόσον επιθυμούν να διατηρηθεί το καθεστώς των αυτοδύναμων κυβερνήσεων, είναι ότι τίποτα δεν μπορεί να γίνει χωρίς επαρκή εκλογική δύναμη.
Η επαρκής εκλογική δύναμη όμως προκύπτει από την αποτελεσματική και αξιόπιστη πολιτική παρουσία και όχι από την εκλογολογία.
* Ειδικός εκλογικός αναλυτής
ΕΛΕΥΘΕΡΟΤΥΠΙΑ - 03/02/2009
Αν υπάρχει "Συνεχίζεται..." πατήστε εδώ για να διαβάσετε περισσότερα...