Κατά το λεξικό Μπαμπινιώτη
1. η οργανωμένη ομάδα προσώπων στους κόλπους μιας θρησκείας, που χαρακτηρίζεται από συνοχή, 2. ομάδα στους κόλπους πολιτικού κόμματος με δογματικές αντιλήψεις, προέρχεται από το λατινικό secta (οδός, πορεία), του ρήματος sequor (ακολουθώ).
Κατά το ηλεκτρονικό λεξικό «Πύλη»
σεχταρισμός (ο): έλλειψη ανεκτικότητας και ευρύτητας πνεύματος, ιδίως στον πολιτικό, θρησκευτικό, φιλοσοφικό τομέα.
Κατά το λεξικό «Τεγόπουλος – Φυτράκης»
Σέκτα και σέχτα (η): ουσιαστικό – (λατιν. Secta < ρ. Sequor(=ακολουθώ) Οργανωμένη ομάδα προσώπων, στους κόλπους μιας θρησκείας, που έχουν τις ίδιες πεποιθήσεις: η σέκτα διαφέρει από την αίρεση, η οποία διαφοροποιείται δογματικά και από το σχίσμα που διαφοροποιείται διοικητικά από την Εκκλησία
– (πολιτ.) πολιτική μερίδα κόμματος με δογματικές αντιλήψεις
Ειδήσεις
5 Φεβ 2009
Τι σημαίνει «σέχτα»;
Εγγραφή σε:
Σχόλια ανάρτησης (Atom)
1 σχόλια:
ΣΤΗ ΣΕΧΤΑ
Επιτέλους! Αγώνας!
Επιτέλους! Οργή!
Επιτέλους! Ενέργεια!
κι όχι σκέψη-κι αργή!
Επιτέλους τα όπλα
πιάνουν τώρα δουλειά!
Το μολύβι δε γράφει
μα τρυπάει κοιλιά!
Η καρδιά μας δική σας!
Η ψυχή μας σε σας!
Αλλ’ αφήστε τα πόδια-
στο κεφάλι μεμιάς!
Δημοσίευση σχολίου