Ειδήσεις

19 Μαρ 2009

Κουκούλα, η λέξη της ημέρας

κουκούλα η [kukúla] Ο25 : 1. κάλυμμα του κεφαλιού συνήθ. κωνικό, το οποίο: α. προσαρτημένο στο επάνω μέρος ενός ρούχου, χρησιμοποιείται για να προστατεύει το κεφάλι από τη βροχή, το κρύο, τον αέρα: Παλτό / αδιάβροχο με ~. β. ανεξάρτητο από οποιοδήποτε ένδυμα, περιβάλλει ολόκληρο το κεφάλι αφήνοντας ελεύθερα μόνο τα μάτια, τη μύτη και το στόμα: Tρεις άγνωστοι με κουκούλες μπήκαν στην Tράπεζα. 2. προστατευτικό κάλυμμα: H ~ του αυτοκινήτου, για προστασία από τη σκόνη, τον ήλιο κτλ. στα καμπριολέ αυτοκίνητα, η πτυσσόμενη σκεπή. 3. (οικ.) στο χταπόδι, μανδύας που περιβάλλει το κεφάλι και το σώμα του.
[μσν. κουκούλλα < υστλατ. cuculla (λατ. cucullus) (ορθογρ. απλοπ.)] .
.........
Από: www.greek-language.gr/greekLang